ρεζουμέ

ρεζουμέ
και ρεζυμέ και ρεζιμέ, το, Ν
1. περιληπτική αναφορά τών βασικών σημείων μιας έκθεσης ή αφήγησης
2. συνεκδ. η «ουσία», το νόημα και το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτήν την αναφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. resume «σύντομος» < ρ. resumer «ανακεφαλαιώνω» (< λατ. resumo «λαμβάνω πάλι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”